- κίρναμαι
- κιρνάωmixpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανακίρναμαι — ἀνακίρναμαι (Α) 1. αναμιγνύω, ανακατεύω 2. υφίσταμαι ύφεση, μετριάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κίρναμαι, παράλληλος, ποιητ. τ. τού κεράννυμι] … Dictionary of Greek
υποκίρναμαι — Α παθ. είμαι λίγο αναμεμιγμένος («τῶν ἐμβαλλομένων ἢ ὑποκιρναμένων», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κίρναμαι, άλλος τ. τού κεράννυμαι «αναμιγνύομαι»] … Dictionary of Greek